- κοντούτσικος
- -η, -οκάπως κοντός, λίγο κοντός, κοντούλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρ-ούτσικος, στεν-ούτσικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντούτσικος — η, ο βλ. κοντούλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόκοντος — η, ο 1. κάπως κοντός, κοντούτσικος 2. πολύ κοντός … Dictionary of Greek
κοντακιανός — ή, ό κάπως κοντός, κοντούτσικος, μικρού αναστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) «βραχύς» κατά τα μτγν. επίθ. λεπτ ακ ινός, μαλθ ακ ινός, και με επίδραση τών επιθέτων σε ανός] … Dictionary of Greek
κοντούλης — α, ικο 1. κάπως κοντός, κοντούτσικος 2. το θηλ. ως ουσ. η κοντούλα εκλεκτή ποικιλία αχλαδιάς και τού καρπού της, αλλ. κοντοποδαρούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. ούλης] … Dictionary of Greek
κοντούλικος — η, ο [κοντούλης] κοντούλης, κοντούτσικος, κάπως κοντόσωμος … Dictionary of Greek
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek
κόντιλος — κόντιλος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. ιλος (πρβλ. στρόβ ιλος < στρόβος)] … Dictionary of Greek
κοντακιανός — ή, ό αυτός που έχει κοντό ανάστημα, κοντόσωμος, κοντούτσικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντούλης, -α, -ικο — υποκορ. του κοντός ο κάπως κοντός, κοντούτσικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)